- φαιδρύντρια
- φαιδρύντριαwasherfem nom/voc sgφαιδρυντήςcleanserfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαιδρύντρια — ἡ, Α βλ. φαιδρυντής … Dictionary of Greek
φαιδρυντής — και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α 1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει 2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια πλύντρια, πλύστρα 3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη… … Dictionary of Greek